Υδατοκαλλιέργεια: ένα διαφοροποιημένος κλάδος ανάπτυξης!Η ιστοσελίδα ενημερώθηκε στις 10:58, 25 Ιανουαρίου 2010
Παγκοσμίως, η υδατοκαλλιέργεια είναι ο διατροφικός κλάδος που γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, με ετήσιους ρυθμούς που κυμαίνονται μεταξύ 6-8 % κατά μέσο όρο. Η παγκόσμια παραγωγή το 2006 έφτασε τους 52 εκατ. τόνους (εξαιρουμένων των φυτικών προϊόντων), δηλαδή αυξήθηκε κατά 30 % από την αρχή της χιλιετίας. Και αυτό σε μόλις 6 χρόνια! Αυτή η ταχεία πρόοδος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εντυπωσιακή ανάπτυξη που επιτεύχθηκε στην Ασία και τη Νότια Αμερική. Σήμερα, η υδατοκαλλιέργεια παρέχει το ήμισυ σχεδόν των ψαριών, των μαλακοστράκων και των μαλακίων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση σε παγκόσμια κλίμακα.
Τον τομέα της υδατοκαλλιέργειας, τον χαρακτηρίζουν ως «γαλάζια επανάσταση», καθώς αποτελεί τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο κλάδο παραγωγής τροφίμων, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Mε συνολική παραγωγή ύψους 52 εκατομμυρίων τόνων το 2006, η υδατοκαλλιέργεια προβάλει για πολλούς, ως η μόνη λύση για την αναπλήρωση του κενού που δημιουργείται σε ψάρια, λόγω της αύξησης της κατανάλωσης και της υπεραλίευσης. Η υδατοκαλλιέργεια είναι σημαντική γιατί προσφέρει μία εναλλακτική, από το να επιβαρύνονται και να εξαντλούνται τα αποθέματα της θαλάσσιας αλιείας. Αυτήν την στιγμή έχουμε εξάντληση, της τάξης του 88% των αποθεμάτων της ευρωπαϊκής αλιείας. Τα προϊόντα της ιχθυοκαλλιέργειας κερδίζουν συνεχώς έδαφος στο τραπέζι μας.
Η ευρωπαϊκή αγορά θαλάσσιων προϊόντων διατροφής αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Ωστόσο, συγκριτικά με τη δεκαετία του '80 και του '90, οπότε υπήρξε η μεγαλύτερη ανάπτυξη στον τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας, η συνέχεια δεν ήταν εξ ίσου ενθαρρυντική.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί με τη νέα της στρατηγική να καταπολεμήσει τη στασιμότητα.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ερνέστο Πένιας Λάδο, «Ο κύριος σκοπός της στρατηγικής της Ε.Ε. είναι να εξετάσει το ποιά είναι τα εμπόδια στην ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας και το τί θα πρέπει να γίνει, ώστε αυτή να αναπτύξει την πλήρη της δυναμική».
Για την οικονομική δραστηριότητα της χώρας μας, η ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας κλάδος σχετικά πρόσφατος. Έκανε την εμφάνιση της το 1983 και ενώ αρχικώς η ανάπτυξη του κλάδου ήταν αργή, η πρόοδος από το 1993 και μετά ήταν εντυπωσιακή.
Σήμερα, η ιχθυοκαλλιέργεια στη χώρα μας αντιπροσωπεύει το 55% της πανευρωπαϊκής παραγωγής. Ποσοστό αρκετά υψηλό, αν αναλογιστεί κανείς το σύνολο των εκτάσεων που είναι αφιερωμένες στην ιχθυοκαλλιέργεια.
Όπως εξηγεί, ο κος Πελεκίδης, που είναι επιχειρηματίας στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας, «Μία τόσο μεγάλη δραστηριότητα γίνεται σε πολύ μικρό χώρο. Η Ελλάδα έχει 17.000 χλμ. ακτογραμμές και η συνολική παραχώρηση που έχει δοθεί στις εταιρείες ιχθυοκαλλιέργειας -πανελλαδικά- είναι 7,8 τετραγωνικά χλμ., δηλαδή, έκταση ίση με το 50% του αεροδρομίου Ελ. Βενιζέλος».
Οι ιχθυοκαλλιέργειες επιδοτούνται στην χώρα μας και η επιδότηση αυτή απορροφάται σε μεγάλο ποσοστό. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα στις επιδοτήσεις από κοινοτικά κονδύλια, κι αυτές είναι της τάξης των 30 εκατομμυρίων ευρώ.
Οι σημαντικότερες ανταγωνίστριες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο σύνολο της, είναι αυτές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Για τη χώρα μας η μεγαλύτερη πρόκληση προέρχεται από τη γειτονική Τουρκία, η οποία εν αντιθέσει με την νομοθεσία της Ε.Ε., επιδοτεί το προϊόν, με αποτέλεσμα -λόγω του ότι επιδοτείται στην παραγωγή του με 0,60 λεπτά το κιλό- πολλές φορές δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού για τα ελληνικά προϊόντα.
Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου αποτελεί για τις χώρες της Ε.Ε. το μεγάλο στοίχημα.
Η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Σαμπόρνο, εξηγεί το ότι «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να θέσει ένα όραμα για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας. Οι στόχοι μας είναι τρεις. Πρώτον, η προώθηση του ανταγωνισμού. Δεύτερον, η ενθάρρυνση της βιωσιμότητας και τρίτον καλύτεροι χειρισμοί, ώστε να προβληθεί ο τομέας αυτός που παραμένει σχεδόν άγνωστος στον πολύ κόσμο».
Στην περιορισμένη πληροφόρηση των καταναλωτών οφείλεται κατά κύριο λόγο και η επιφυλακτική τους στάση έναντι των ψαριών της ιχθυοκαλλιέργειας. Τόσο όσον αφορά τις επιπτώσεις στην υγεία, αλλά και στο περιβάλλον.
Ο γενικός διευθυντής αλιείας του υπουργείου αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων, Θεόδωρος Παλαιοκώστας «Γίνονται έλεγχοι και αν υπάρχει κάποια ρύπανση, τις ζημιές τις πληρώνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί και μιλάμε για ζημιές πολλών εκατομμυρίων. Το ψάρι μεγαλώνει σε υγιεινές συνθήκες και μετρήσεις δείχνουν ότι σε απόσταση 50 μέτρων γύρω από τα κλουβιά, δεν υπάρχει καμία δυσμενής επίδραση στο υδάτινο περιβάλλον και στον βυθό».
Οι πολέμιοι των ιχθυοκαλλιεργειών ισχυρίζονται ότι οι τροφές που χρησιμοποιούνται καταλήγουν κατά μεγάλο ποσοστό στους θαλάσσιους πόρους, με αποτέλεσμα να προκαλούν εντροφεία και να διαταράσσουν τη σταθερότητα του οικοσυστήματος.
Ενώ χαρακτηρίζουν τα ψάρια της ιχθυοκαλλιέργειας, ως όχι και τόσο υγιεινά.
Ο κος Μ, που είναι επιχειρηματίας στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας, εξηγεί το ότι «Το ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας για να παραχθεί από το αυγό μέχρι ενάμισι γραμμάριο που μπαίνει στους κλωβούς υποδοχής, περνάνε 4 μήνες και άλλοι 18-19 μήνες στο κλουβί για να φτάσει σε εμπορεύσιμο μέγεθος. Είναι πολύ κοντά στο χρονικό διάστημα που απαιτείται στην τσιπούρα ή το λαβράκι ελεύθερης αλιείας».
Παρά τις διαφωνίες που επικρατούν, ο περισσότερος κόσμος συμφωνεί ότι με τις ιχθυοκαλλιέργειες εξασφαλίζεται η παροχή θέσεων εργασίας σε παράκτιους πληθυσμούς και δίνεται η δυνατότητα για επενδύσεις σε τοπικό επίπεδο.
Επίσης, η υδατοκαλλιέργεια παράγει τεχνογνωσία, η οποία είναι απαραίτητη για την εξέλιξη της έρευνας σε μία χώρα.
Όμως, το σημαντικότερο όλων είναι το γεγονός ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες συμβάλλουν στον περιορισμό της υπεραλίευσης. Στόχος που επιδιώκεται και με το πρόγραμμα απόσυρση αλιευτικών σκαφών.
Το 80% των αποθεμάτων στις ευρωπαϊκές θάλασσες έχουν αλιευθεί πέρα από τη μέγιστη βιώσιμη απόδοσή τους, ποσοστό που στη χώρα μας ξεπερνά το 90%.
Επίσης, ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός του ότι η Ελλάδα, αν και από τις μικρότερες χώρες της Ε.Ε., διαθέτει το μεγαλύτερο στόλο αλιευτικών σκαφών.
Η εκτατική υδατοκαλλιέργεια
Η πρώτη μορφή υδατοκαλλιέργειας που εφαρμόστηκε συνίστατο ουσιαστικά στην παγίδευση των άγριων υδρόβιων ζώων μέσα σε λιμνοθάλασσες, υδάτινες λεκάνες ή αβαθείς μικρές λίμνες, έτσι ώστε να είναι διαθέσιμα οποιαδήποτε στιγμή. Αυτή η μορφή εκτροφής χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή, όταν ο άνθρωπος άρχισε να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους, ήτοι, στην Ευρώπη, 4.000 χρόνια πριν. Αυτή η πολύ απλή πρακτική έχει εκλείψει σήμερα στην Ευρώπη, καθώς σε όλες τις υδατοκαλλιέργειες υπάρχει τουλάχιστον μία αλληλεπίδραση τεχνικής φύσεως με το περιβάλλον ή με το ζώο.
Το δεύτερο στάδιο εξέλιξης της υδατοκαλλιέργειας είχε ως επίκεντρο την προσπάθεια να μην βασίζεται πλέον ο άνθρωπος αποκλειστικά στη φύση, αλλά να διαμορφώσει ένα υδάτινο περιβάλλον που να ευνοεί την ανάπτυξη πληθυσμών ιχθύων, μαλακίων και/ή μαλακόστρακων. Η πιο εξελιγμένη μορφή αυτής της υδατοκαλλιέργειας είναι η εκτροφή κυπρίνων σε λίμνες που εφαρμόστηκε στην Κίνα, για την οποία υπάρχει αναφορά στη διάσημη συνθήκη του Fan-Li που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Τι γίνεται όμως στην Ευρώπη; Στην Ευρώπη είχαν αναπτυχθεί ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή μέθοδοι διατήρησης των στρειδιών και τρόποι πάχυνσης των ιχθύων μέσα σε ειδικές για τον σκοπό αυτό δεξαμενές. Οι τεχνικές ιχθυοκαλλιέργειας σε υδάτινες λεκάνες άρχισαν πάντως ουσιαστικά να αναπτύσσονται τον Μεσαίωνα, κατά κύριο λόγο μέσα στα μοναστήρια, όπου οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από άπαχη τροφή για τις πολυάριθμες ημέρες νηστείας που επέβαλε η χριστιανική θρησκεία. Στη νότια Ευρώπη, η εκτροφή ιχθύων σε υφάλμυρο νερό χρονολογείται επίσης από τον Μεσαίωνα, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να διαμορφώνουν κατάλληλα τις λιμνοθάλασσες και τις παράκτιες λίμνες έτσι ώστε να διατηρούν σε αυτές τα ψάρια που έφερνε το ρεύμα όπως λαβράκια, τσιπούρες και κέφαλους, συνήθως εναλλάξ με την παραγωγή αλατιού.
Αυτές οι προερχόμενες από αρχαίες πρακτικές μορφές υδατοκαλλιέργειας εφαρμόζονται ακόμη και σήμερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι η περίπτωση της παραδοσιακής εκτατικής ιχθυοκαλλιέργειας, που εφαρμόζεται από τη Λαπωνία μέχρι την Σικελία και από το Kerry μέχρι τη Θράκη. Η παραδοσιακή εκτατική ιχθυοκαλλιέργεια συνίσταται ουσιαστικά στη συντήρηση των (φυσικών ή τεχνητών) λιμνών και των λιμνοθαλασσών κατά τρόπο ώστε να ευνοείται η ανάπτυξη της υδρόβιας πανίδας. Κάθε χειμώνα, τα ύδατα καθαρίζονται και εμπλουτίζονται με λιπάσματα ώστε να τονωθεί η υδρόβια βλάστηση και, κατά συνέπεια, να ενισχυθεί η παρουσία μικροοργανισμών, μικρών μαλακίων και μαλακόστρακων, προνυμφών και σκουληκιών που αποτελούν τη βάση της διατροφικής πυραμίδας των υδρόβιων ζώων. Σκοπός είναι να ευνοηθεί η ανάπτυξη των «εμπορικών» ζώων με απόδοση μεγαλύτερη από αυτή του φυσικού οικοσυστήματος.
Τα είδη που εκτρέφονται στις ιχθυοκαλλιέργειες γλυκού νερού είναι, αναλόγως της περιοχής, η πέστροφα Salmo trutta fario, ο κορέγονος, ο αρκτοσαλβελίνος, το χέλι, το ποταμολάβρακο, η τούρνα και διάφορα είδη κυπρίνων, γατόψαρων, στουριονών, ποταμοκαραβίδων και βατράχων. Στο παρελθόν, η δραστηριότητα αυτή οδήγησε στην εισαγωγή πολλών μη αυτόχθονων ειδών στο ευρωπαϊκό οικοσύστημα, όπως η ιριδίζουσα πέστροφα, ο σαλβελίνος, οι κυπρίνοι και διάφορα είδη βατράχων και ποταμοκαραβίδων. Όσον αφορά τις ιχθυοκαλλιέργειες σε υφάλμυρα νερά, στις λιμνοθάλασσες και στις παράκτιες λίμνες εκτρέφονται, αναλόγως της γεωγραφικής τους θέσης, λαβράκια, χέλια, και διάφορα είδη σπαρίδων, κέφαλων, στουριονών, γαρίδων και οστρακοειδών.
Η κογχυλιοκαλλιέργεια
Η κογχυλοκαλλιέργεια, δηλαδή η εκτροφή κοχυλιών, εξακολουθεί να αποτελεί δραστηριότητα εκτατικής εκτροφής. Βασίζεται ως επί το πλείστον σε εκπροσώπους των διαφόρων ειδών οι οποίοι γεννιούνται με φυσικό τρόπο και στα θρεπτικά συστατικά που προσφέρει το ίδιο το περιβάλλον, χωρίς καμία απολύτως προσθήκη. Η βέλτιστη δυνατή εξέλιξη της διαδικασίας και των τεχνικών εκτροφής επιτρέπει τη μεγιστοποίηση της απόδοσης των αγαθών που παρέχει η φύση. Στην Ευρώπη, η εκτροφή στρειδιών (οστρεοκαλλιέργεια) και μυδιών (μυτιλοκαλλιέργεια) αντιπροσωπεύει το 90% της παραγωγής οστρακοειδών. Πρόκειται για πολύ παλιές καλλιέργειες των οποίων οι ρίζες εντοπίζονται στην αρχαιότητα.
Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία (90% της κοινοτικής παραγωγής) και οι Κάτω Χώρες, η οστρεοκαλλιέργεια είναι σήμερα παραδοσιακή δραστηριότητα. Σε άλλες χώρες, ιδίως δε στην Ιρλανδία, η δραστηριότητα αυτή αναπτύχθηκε πιο πρόσφατα. Οι διάφορες μέθοδοι εκτροφής βασίζονται σε παραδοσιακές μεθόδους. Στην Ευρώπη καλλιεργούνται δύο είδη: το κοινό στρείδι (Ostrea edulis) και το στρείδι του Ειρηνικού (ή της Ιαπωνίας - Crassostrea gigas), που είναι πιο συνηθισμένο. Τα στρείδια χρειάζονται 3 έως 4 χρόνια για να φτάσουν σε εμπορεύσιμο μέγεθος.
Η μυτιλοκαλλιέργεια αφορά επίσης δύο είδη, αναλόγως της γεωγραφικής ζώνης παραγωγής: το κοινό μύδι (Mytilus edulis), που είναι πιο μικρό, στο βορρά, και το μεσογειακό μύδι (Mytilus galloprovincialis), που είναι μεγαλύτερο και καλείται μύδι της Ισπανίας ή της Μεσογείου, στο νότο. Οι μέθοδοι εκτροφής ποικίλλουν ανάλογα με τα είδη και τις περιοχές.
Στην Ευρώπη εκτρέφονται και άλλα είδη οστρακοειδών όπως τα κυδώνια, οι μεθύστρες, τα μεγάλα χτένια, και τα αυτιά της θάλασσας.
Η εκτροφή του κυδωνιού (της Ευρώπης ή της Ιαπωνίας) είναι πιο πρόσφατη σε σχέση με την εκτροφή στρειδιών και μυδιών. Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν σταμάτησε να ενθαρρύνεται η αλιεία από την ακτή ή με τη δράγα προκειμένου να προστατευτεί ο φυσικός πόρος. Η αναπαραγωγή γίνεται με φυσικό τρόπο στις τοποθεσίες παραγωγής ή με ελεγχόμενο τρόπο στα εκκολαπτήρια. Για να μεγαλώσει, ο γόνος τοποθετείται μέσα σε λεκάνες στον πάτο δεξαμενών γεμάτων με θαλασσινό νερό ή απευθείας σε πάρκα εκτροφής. Μετά από τρεις μήνες, τα νεαρά κυδώνια διασπείρονται στην παλιρροιακή ζώνη (Νορμανδία, Βρετάνη, Κανταβρία, Γαλικία) ή μέσα στις λιμνοθάλασσες (Poitou-Charentes, Emilia Romagna, Veneto), και συλλέγονται δύο χρόνια αργότερα. Το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής παραγωγής προέρχεται από την Ιταλία.
Η ημι-εκτατική υδατοκαλλιέργεια
Η παραδοσιακή πολυκαλλιέργεια σε λίμνες και λιμνοθάλασσες εξελίσσεται διαρκώς προς περισσότερο συγκεκριμένους τρόπους παραγωγής που χαρακτηρίζονται ως ημι-εκτατική υδατοκαλλιέργεια. Οι παραγωγοί δεν αρκούνται πια στο να ενισχύουν τη φυσική ανάπτυξη της λίμνης ή της λιμνοθάλασσας, αλλά βοηθούν τη φύση εισάγοντας στις υδάτινες λεκάνες ιχθύδια που έχουν γεννηθεί σε εκκολαπτήρια και χορηγώντας συμπληρώματα διατροφής. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκτροφή κυπρίνων σε λίμνες, η οποία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η υδατοκαλλιέργεια σε υφάλμυρα νερά της νότιας Ευρώπης καταφεύγει επίσης ολοένα και περισσότερο στα εκκολαπτήρια και στις βιομηχανικές τροφές, αντισταθμίζοντας έτσι τη μείωση της φυσικής ανανέωσης των αποθεμάτων. Στο πλαίσιο της ιταλικής vallicoltura που εφαρμόζεται στα δέλτα των ποταμών Πάδου και Adige, διασπείρονται στις ιταλικές λιμνοθάλασσες ιχθύδια λαβρακιού και τσιπούρας προκειμένου να αναπληρωθεί η σπανιότητα των εν λόγω ειδών στη φύση και να αντισταθμιστεί η εξαφάνιση του χελιού. Στα ισπανικά esteros (αλίπεδα) και στην Πορτογαλία, η πρακτική αυτή επέτρεψε τη δοκιμαστική εκτροφή νέων ειδών, όπως είναι το καλκάνι, η γλώσσα και η γλώσσα Solea senegalensis (OAL).
Για λόγους πληρότητας, πρέπει να αναφερθεί και η διατήρηση των ιχθύων σε δεξαμενές, πλωτές στη θάλασσα ή σταθερές στην ξηρά. Η πρακτική αυτή συνδέεται με την αλιεία. Καθιστά δυνατή τη διατήρηση και την πάχυνση των αιχμαλωτισμένων ζώων με σκοπό τη μελλοντική τους διάθεση στην αγορά. Η εν λόγω πρακτική αφορά κυρίως τα ζώα που δεν διατηρούν τη γεύση τους όταν υφίστανται κλασικές διαδικασίες διατήρησης, όπως η κονσερβοποίηση (appertisation), η αποστείρωση ή η κατάψυξη. Το πλέον συνηθισμένο παράδειγμα είναι τα μεγάλα μαλακόστρακα, όπως η αστακογαρίδα, ο αστακός και το καβούρι, τα οποία αλιεύονται την άνοιξη αλλά καταναλώνονται κατά παράδοση κατά τη διάρκεια των εορτών λήξης του έτους, τον χειμώνα. Άλλο παράδειγμα, περισσότερο αμφιλεγόμενο, είναι η πάχυνση του τόνου (Thunnus thynnus) σε πλωτούς κλωβούς, που έκανε την εμφάνισή της τη δεκαετία του 1990 στη Μεσόγειο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκπρόσωποι του είδους που αιχμαλωτίζονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αλιείας, δηλαδή την άνοιξη, εξάγονται το χειμώνα σε σαφώς καλύτερη τιμή.
Η ιχθυδιογονία εποικισμού
Μείωση των αποθεμάτων των ιχθύων γλυκού νερού παρατηρείται σε ορισμένα μέρη ήδη από τον 17ο αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού. Οι αρχές κάνουν επομένως λόγο για αναπλήρωση των αποθεμάτων των ποταμών με την απελευθέρωση σε αυτούς ιχθυδίων που γεννιούνται σε συνθήκες αιχμαλωσίας.
Στη φύση, τα ψάρια απελευθερώνουν πολύ μεγάλες ποσότητες αυγών εκ των οποίων μερικά μόνο άτομα κατορθώνουν να ενηλικιωθούν αφού γλιτώσουν από τους θηρευτές, τις ασθένειες, την έλλειψη τροφής, τη ρύπανση, τα θερμικά σοκ, κτλ. Ο ρόλος του εκκολαπτηρίου δεν συνίσταται μόνο στη γονιμοποίηση των αυγών, αλλά και στον έλεγχο όλων των παραμέτρων που θα επιτρέψουν στον μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων να φτάσουν στο στάδιο της ενηλικίωσης, προκειμένου να ελευθερωθούν στο φυσικό περιβάλλον με καλές πιθανότητες επιβίωσης.
Το 1741, ο Stephan Ludwig Jacobi, γερμανός επιστήμονας με εκτεταμένες γνώσεις σε πολλούς τομείς, ιδρύει το πρώτο εκκολαπτήριο πέστροφας, στη Βεστφαλία. Η ανακάλυψή του όμως διαδίδεται σε μεγάλη κλίμακα έναν αιώνα αργότερα, με σκοπό την αναπλήρωση των ιχθυαποθεμάτων των υδάτινων οδών που είχαν εξαντληθεί από τις πρώτες επιθέσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης, στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία.
Οι επιστημονικές έρευνες επεκτείνονται στη συνέχεια στον σαλβελίνο, στον κορέγονο, στον σολομό του Ατλαντικού, καθώς και στην ιριδίζουσα πέστροφα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία εισήχθηκε στην Ευρώπη το 1874 λόγω των καλών της επιδόσεων. Όμως, οι πρόοδοι αυτές περιορίζονται στην οικογένεια των σαλμονιδών, των οποίων η αναπαραγωγή σε συνθήκες αιχμαλωσίας αποδεικνύεται σχετικά εύκολη.
Ο άνθρωπος χρειάστηκε να κάνει υπομονή μέχρι το 1934 που ανακαλύφθηκε η ορμονική επαγωγή στη Βραζιλία και δοκιμάστηκε πειραματικά σε ντόπιους ιχθύες. Η εν λόγω τεχνική συνίσταται στην εισαγωγή ορισμένων ορμονών με ένεση στο σώμα του ιχθύος προκειμένου να επιτευχθεί η κατά παραγγελία απελευθέρωση γαμετών, τόσο θηλυκών όσο και αρσενικών. Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει νέες προοπτικές σε επίπεδο εκκολαπτηρίων και καθιστά δυνατή τη στροφή του ενδιαφέροντος προς νέα είδη τα οποία καθίστανται στείρα εξαιτίας του άγχους της αιχμαλωσίας. Από το 1935 κιόλας, στην ΕΣΣΔ, οι σοβιετικοί ερευνητές παράγουν με τον τρόπο αυτό ιχθύδια πολλών ειδών στουριονών και επιχειρούν μάλιστα να δημιουργήσουν υβριδικές ποικιλίες.
Η αναπλήρωση των αποθεμάτων του οικοσυστήματος, τόσο των γλυκών υδάτων όσο και της θάλασσας, εφαρμόζεται ακόμη ευρέως στις μέρες μας. Τα εκκολαπτήρια που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον από δημόσια προγράμματα επιστημονικής έρευνας και ασχολούνται κατά κύριο λόγο με αυτόχθονα είδη. Έτσι, μετά τη βελτίωση της ποιότητας των υδάτων και μετά τις εργασίες υποδομής με στόχο την αποκατάσταση της ελεύθερης μετακίνησης των μεταναστευτικών ειδών, πολλά ευρωπαϊκά εκκολαπτήρια ασχολούνται πλέον με τον εμπλουτισμό των ποταμών με σολομούς και στουριόνια.
Κάποιες φορές τα εν λόγω εκκολαπτήρια δημοσίου συμφέροντος εντάσσονται σε προγράμματα «εμπλουτισμού της θάλασσας». Η πρακτική αυτή χρονολογείται από τον 19ο αιώνα και συνίσταται στην ενίσχυση του φυσικού αποθέματος με γόνους εκκολαπτηρίου προκειμένου να διατηρηθεί η οικονομική δραστηριότητα της αλιείας που εξαρτάται από το εν λόγω απόθεμα, όπως συμβαίνει με τον σολομό στη Βαλτική θάλασσα ή με τη γλώσσα στη Βόρεια θάλασσα. Επισημαίνεται ότι οι ανακαλύψεις των επιστημονικών εκκολαπτηρίων αξιοποιούνται συχνά στην εμπορική υδατοκαλλιέργεια.
Η εντατική ιχθυοκαλλιέργεια σε γλυκά ύδατα
Οι εγκαταστάσεις εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας σε γλυκά ύδατα αποτελούνται συνήθως από πολλές ορθογώνιες δεξαμενές από σκυρόδεμα, διαφόρων μεγεθών και βαθών, ώστε να καλύπτονται τα διάφορα στάδια ανάπτυξης των ιχθύων. Οι δεξαμενές αυτές τροφοδοτούνται μέσω ενός αυλακιού το οποίο συλλέγει το νερό του ποταμού στα ανάντη και το επιστρέφει στο ποτάμι στα κατάντη αφού πρώτα διέλθει από όλες τις δεξαμενές. Αυτό είναι το λεγόμενο σύστημα συνεχούς ροής.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όλες οι νέες εξελίξεις στον τομέα της ευρωπαϊκής ιχθυοκαλλιέργειας δοκιμάζονται πρώτα στην ιριδίζουσα πέστροφα. Αυτό το αμερικανικό είδος αποδεικνύεται ουσιαστικά καταλληλότερο για υδατοκαλλιέργεια σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή εξαδέλφη του: είναι πιο δυνατό, αναπτύσσεται ταχύτερα και αντέχει σε μεγαλύτερες πυκνότητες εκτροφής. Όμως, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι επιδόσεις της υδατοκαλλιέργειας παραμένουν περιορισμένες λόγω της ακατάλληλης ουσιαστικά τροφής, που αποτελούταν ως επί το πλείστον από μη μεταποιημένα κατάλοιπα ιχθύων, και λόγω της υψηλότατης ευαισθησίας των ιχθυοπληθυσμών στις επιζωοτίες οι οποίες προσβάλλουν τους ιχθύες που εκτρέφονται σε μεγάλες πυκνότητες σε μέρη ανοιχτά στις επιθέσεις του εξωτερικού κόσμου. Όμως, οι πρόοδοι του 20ου αιώνα θα δώσουν νέα ώθηση στην ανάπτυξη του κλάδου.
Διαπιστώνεται ότι κάθε είδος χρειάζεται όχι μόνο ειδική τροφή, αλλά και διαφορετική σε κάθε στάδιο της εξέλιξής του. Πολλές προνύμφες τρέφονται μόνο με ζωντανό πλαγκτόν, το οποίο πρέπει να παράγεται σε συνθήκες αιχμαλωσίας προστατευμένο από μικρόβια και ιούς. Σημαντική πρόοδο αποτέλεσε η παρασκευή ξηράς τροφής σε κόκκους για τους νεαρούς και τους ενήλικες ιχθύες. Βεβαίως, χρειάστηκε να προσδιοριστεί ξεχωριστά για κάθε είδος η σωστή δοσολογία ζωικών και φυτικών πρωτεϊνών, λίπους, ανόργανων αλάτων, βιταμινών και άλλων προσθέτων, καθώς και η μορφή που έπρεπε να έχουν οι εν λόγω κόκκοι και η συχνότητα σίτισης... Σε επίπεδο υγείας, οι ανακαλύψεις στους τομείς των φαρμάκων, του εμβολιασμού και της πρόληψης, κατέστησαν δυνατή την αντιμετώπιση των ασθενειών.
Οι πρόοδοι αυτές επέτρεψαν, από τη δεκαετία του 1960, την ανάπτυξη σε εμπορική κλίμακα των εντατικών καλλιεργειών ιριδίζουσας πέστροφας πρώτα στη Δανία και στη συνέχεια σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σήμερα, η ευρωπαϊκή ιχθυοκαλλιέργεια παρουσιάζει σημαντική διαφοροποίηση, τόσο ως προς την ποιότητα των προϊόντων όσο και ως προς την ποικιλία των παραγόμενων ειδών. Εκτός από την ιριδίζουσα πέστροφα, που εξακολουθεί να έχει τα πρωτεία, με εντατικούς ρυθμούς εκτρέφονται και άλλα ψάρια του γλυκού νερού: η πέστροφα Salmo trutta fario, ο σαλβελίνος, ο αρκτοσαλβελίνος, ο κορέγονος, η τιλάπια (Tilapia spp), το ποταμολάβρακο, ο οξύρρυγχος Σιβηρίας...
Το σύστημα συνεχούς ροής παραχωρεί πάντως πλέον σταδιακά τη θέση του στα συστήματα ανακυκλοφορίας του νερού. Στα συστήματα αυτά, το νερό παραμένει σε κλειστό κύκλωμα και ανακυκλώνεται για να μπορεί να «ανακυκλοφορεί» στις δεξαμενές, μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου σωληνώσεων. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων αυτού του συστήματος συγκαταλέγεται η απομόνωσή του από το εξωτερικό περιβάλλον, γεγονός που επιτρέπει τον έλεγχο όλων των παραμέτρων του νερού: θερμοκρασία, οξύτητα, αλατότητα, απολύμανση.... Επιτρέπει ακόμη την επεξεργασία των οργανικών καταλοίπων πριν από την τελική απόρριψή τους στη φύση. Το μειονέκτημα αυτού του συστήματος, πέρα από το κόστος της επένδυσης, είναι το ενεργειακό του κόστος και η εξάρτησή του από περίπλοκα τεχνολογικά συστήματα.
Η ανακυκλοφορία δεν είναι πρόσφατη ανακάλυψη. Χρησιμοποιείται από πολύ παλιά ήδη στα ενυδρεία και στα εκκολαπτήρια. Τη δεκαετία του 1980 επεκτάθηκε στις μονάδες πάχυνσης και έχει ακόμη και σήμερα αρκετή ζήτηση, ιδίως στις χώρες με ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, καθώς επιτρέπει τον έλεγχο της θερμοκρασίας του νερού χειμώνα-καλοκαίρι. Στις ιχθυοκαλλιέργειες γλυκού νερού, το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για την ιριδίζουσα πέστροφα, το γατόψαρο και το χέλι. Είναι όμως κατάλληλο για όλα τα είδη, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων ειδών όπως το καλκάνι.
Η εντατική θαλασσοκαλλιέργεια
Τη δεκαετία του 1960 κάνει την εμφάνισή της στην Ιαπωνία μια σημαντική καινοτομία στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών: ο πλωτός κλωβός. Τα ψάρια διατηρούνται αιχμάλωτα μέσα σε ένα μεγάλο δίχτυ σε σχήμα θύλακα το οποίο στερεώνεται στον βυθό και συγκρατείται στην επιφάνεια από ένα ορθογώνιο ή κυκλικό πλωτό πλαίσιο, αρχικά από μπαμπού και στη συνέχεια - πολύ γρήγορα - από πλαστικό. Οι Ιάπωνες εκτρέφουν μέσα σε αυτούς τους κλωβούς μαγιάτικα και σπαρίδες. Η ιδέα εξάγεται στην Ευρώπη, όπου οι πλωτοί κλωβοί χρησιμοποιούνται αρχικά για την εκτροφή ιριδίζουσας πέστροφας στα προστατευμένα ύδατα των νορβηγικών φιόρδ.
Οι κλωβοί φτάνουν στην Ευρώπη την κατάλληλη ώρα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, για να χρησιμοποιηθούν στη δοκιμαστική εκτροφή ενός νέου είδους: του σολομού του Ατλαντικού. Η εκκόλαψή του έχει εξελιχθεί εδώ και πολλά χρόνια και παράγει ικανό αριθμό νεαρών σολομών (smolt), δηλαδή γόνων που έχουν αναπτύξει την ικανότητα να ζουν στο θαλάσσιο περιβάλλον. Αρχίζει έτσι επομένως ταχύτατα η πάχυνση των εν λόγω νεαρών σολομών στη θάλασσα, μέσα σε πλωτούς κλωβούς, μέχρι να φτάσουν σε μέγεθος ενήλικου ιχθύος. Η ευρωπαϊκή εκτροφή σολομού εξελίσσεται σε μία από τις επιτυχίες (success stories) των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Λόγω της σπανιότητάς του, ο άγριος σολομός αποτελούσε προϊόν πολυτελείας. Η διαθεσιμότητά του πλέον σε λογική τιμή συνιστά άνευ προηγουμένου εμπορική επιτυχία, που κατατάσσει τη θαλασσοκαλλιέργεια μεταξύ των πολλά υποσχόμενων τομέων στην Ευρώπη. Στα φιόρδ και στους κόλπους της Βόρειας θάλασσας και του δυτικού τμήματος των βρετανικών νησιών, ιδίως δε στη Νορβηγία και στη Σκωτία, οι σολομοκαλλιέργειες πολλαπλασιάζονται ταχύτατα.
Η επιτυχία των βορείων χωρών στον συγκεκριμένο τομέα αποκτά γρήγορα μιμητές. Οι μεσογειακές χώρες μελετούν και αναπτύσσουν την ιχθυδιογονία του λαβρακιού και της τσιπούρας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η εκτροφή των εν λόγω ειδών επεκτείνεται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και στα Κανάρια νησιά. Ο σολομός, το λαβράκι και η τσιπούρα εξακολουθούν να είναι μέχρι σήμερα τα κυριότερα προϊόντα της ευρωπαϊκής θαλασσοκαλλιέργειας, με ποιοτική διαφοροποίηση που ανταποκρίνεται στον κατακερματισμό της αγοράς. Σιγά-σιγά κάνουν την εμφάνισή τους μέσα στους κλωβούς και άλλα είδη, όπως το μαγιάτικο στο νότο και ο μπακαλιάρος στο βορρά.
Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 αναπτύσσεται μια άλλη μορφή εντατικής θαλασσοκαλλιέργειας: η θαλασσοκαλλιέργεια των πλατύψαρων. Οι πλωτοί κλωβοί δεν είναι κατάλληλοι για τα συγκεκριμένα ψάρια τα οποία ζουν σε αμμώδεις πυθμένες. Έτσι, ώθηση στην ανάπτυξη της εκτροφής του καλκανιού στην Γαλικία δίνει η χρήση δεξαμενών στην ξηρά, οι οποίες τροφοδοτούνται με θαλασσινό νερό. Όμως, οι πρόοδοι της τεχνολογίας ανακυκλοφορίας ανοίγουν νέες προοπτικές για τη θαλασσοκαλλιέργεια στην ξηρά. Αρχίζει δοκιμαστικά η εκτροφή νέων ειδών, όπως της γλώσσας, η οποία εκτρέφεται μέσα σε πεπλατυσμένες λεκάνες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη. Επιπλέον, η δυνατότητα ελέγχου των παραμέτρων του νερού, ιδίως δε της θερμοκρασίας του, εξασφαλίζουν την απεξάρτηση από τις κλιματικές συνθήκες. Έτσι, καθίσταται πλέον δυνατή η επέκταση της εκτροφής του καλκανιού, του λαβρακιού και της τσιπούρας στη βόρεια Ευρώπη.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, πάντως, η υδατοκαλλιέργεια έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα μεγάλη πρόκληση. Οι ευρωπαϊκές ακτές είναι πέραν του δέοντος κατειλημμένες και δεν υπάρχει πια χώρος για επέκταση των υδατοκαλλιεργειών. Η θαλασσοκαλλιέργεια καλείται πλέον να απομακρυνθεί από την ακτή, είτε προς την ηπειρωτική χώρα, χάρη στην ανακυκλοφορία, με το μειονέκτημα του κόστους που παρουσιάζει η τεχνητή ανασύσταση του θαλασσινού νερού, είτε προς την ανοιχτή θάλασσα, μακριά από τις προστατευμένες περιοχές της ακτής. Η θαλασσοκαλλιέργεια στην ανοιχτή θάλασσα είναι το νέο πεδίο στο οποίο στρέφουν την προσοχή τους οι έρευνες στον τομέα της ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας. Όμως, οι τεχνολογικές προκλήσεις είναι τεράστιες. Η Μεσόγειος είναι μία από τις βαθύτερες θάλασσες παγκοσμίως, ενώ ο βορειοανατολικός Ατλαντικός συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοχών με τους δυνατότερους ανέμους και τα μεγαλύτερα κύματα στον κόσμο. Θα πρέπει να αναπτυχθούν νέα συστήματα για τον περιορισμό των ιχθύων, όπως οι καταδυόμενοι κλωβοί, αλλά και για τη σίτιση και τον εξ αποστάσεως έλεγχο των καλλιεργειών...